διεγερσιμότητα

διεγερσιμότητα
η
η ικανότητα τών ζωντανών οργανισμών να διεγείρονται όταν επιδράσει κάποιο αίτιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπερδιεγερσιμότητα — η, Ν ιατρ. παθολογικά αυξημένη νευρο μυϊκή διεγερσιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + διεγερσιμότητα] …   Dictionary of Greek

  • εγερσιμότητα — η η δυνατότητα να εγείρεται κανείς, διεγερσιμότητα, ερεθιστικότητα …   Dictionary of Greek

  • κινίνο — Κοινή ονομασία ομάδας αλάτων της κινίνης, ενός αλκαλοειδούς το οποίο εξάγεται από τον φλοιό των φυτών του γένους κιγχόνη. Το γένος περιλαμβάνει πολλά είδη, από τα οποία σημαντικότερα για την εξαγωγή της κινίνης είναι η κιγχόνη η λογχόφυλλος ή η… …   Dictionary of Greek

  • νευροτονία — η ιατρ. νοσηρή ιδιοσυστασία που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ψυχοκινητική διεγερσιμότητα και εκδηλώνεται με ευσυγκινησία, ζωηρότητα τών αντανακλαστικών κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • σώμα — Γενικό όνομα που δίνεται σε μια ποσότητα ύλης. Σώματα επομένως είναι όλα τα αντικείμενα με τις ιδιότητες τους (σχήμα, διαστάσεις, βάρος κλπ.)· ουσία, αντίθετα, είναι η ποιότητα της ύλης από την οποία αποτελούνται τα σ. Για μεγαλύτερη ακριβολογία… …   Dictionary of Greek

  • φαραδισμός — ο, Ν ιατρ. η εφαρμογή, για θεραπευτικούς σκοπούς, τού φαραδικού ρεύματος, η οποία επιδρά στη συσταλτικότητα τών μυών και στη διεγερσιμότητα τών νεύρων, ασκώντας επίσης αναλγητική, αγγειοκινητική και επισπαστική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • αναισθητικά — Φαρμακευτικές ουσίεςπου η βασική τους ενέργεια είναι η πρόκληση νάρκωσης. Ο όρος νάρκωση είναι γενικός και δηλώνει την οποιαδήποτε παροδική μείωση ή κατάργηση κυτταρικών λειτουργιών. Τα α. διακρίνονται σε γενικά και τοπικά. γενικά α.Φάρμακα που… …   Dictionary of Greek

  • κατεχολαμίνες — Οργανικές ενώσεις, παράγωγα της πυροκατεχίνης, 1,2 C6H4(OH)2. Αποτελούν σημαντική κατηγορία ορμονών και συμμετέχουν στις βιοχημικές και φυσιολογικές διεργασίες των ζωικών οργανισμών. Περιλαμβάνουν την επινεφρίνη, η οποία παράγεται κυρίως από τον… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθητικό σύστημα — (Ανατ.). Μέρος του φυτικού νευρικού συστήματος, που μαζί με το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, ρυθμίζει τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων και την ανταλλαγή της ύλης του οργανισμού. Οι ανατομικοί σχηματισμοί που αποτελούν το σ.σ. βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”